- χρονογραφία
- η, ΝΜΑ [χρονογράφος]νεοελλ.1. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, χρονικό2. η συγγραφή χρονογραφημάτων3. φυσ. (παλ. όρος) χρονομέτρησηνεοελλ.-μσν.1. φιλολογικό είδος με χαρακτήρα λαϊκής συνοπτικής γενικής ιστορίας2. ως κύριο όν. Χρονογραφία(βυζ. φιλολ.) τίτλος έργου τού Μιχαήλ Ψελλού, που έχει ως αντικείμενο όλα όσα συνέβαιναν στη βυζαντινή Αυλήαρχ.1. συγγραφή βιβλίων ιστορικού περιεχομένου, συγγραφή χρονικών2. αστρον. μέθοδος εκτέλεσης ποικίλων υπολογισμών3. αστρολ. περιγραφή τών χρονοκρατοριών.
Dictionary of Greek. 2013.